Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Αιώνια Διαθήκη

Αιώνια Διαθήκη

Της ψυχής η αναπνοή
είναι η προσευχή.
Κι αυτό θερμοπαρακαλώ
να είμαστε μαζί..

Πνοή να μου δίνει
και συντροφιά στον πόνο.
Στο δρόμο της αγάπης
θέλω εκείνον μόνο.

Ήρθε και φώλιασε
βαθειά στην καρδιά μου.
Τον έχω ανάγκη
μες στα όνειρά μου.

Ουράνια χαρά
στο πνεύμα μου χαρίζει.
Απ' την πηγή του έρωτα
ύδωρ να με γεμίζει.

Γλυκιά ηρεμία του νου
κι εκστατικό ταξίδι.
Παρηγοριά η σκέψη του
και δύναμη μου δίνει.

Σαν μαγικό ραβδάκι
με μεταμορφώνει.
Φλόγες της αμαρτίας
στο σώμα μου σηκώνει.

Στη ζεστή αγκαλιά του
λούζομαι στο φως.
Άνεμος γαλήνης
πιστός μου οδηγός.

Σαν βαρκάκι άραξα
σ' ανοιχτό λιμάνι.
Δεν φοβάμαι πλέον
μόνη στο σκοτάδι.

Στης μοναξιάς την τρέλα
έκοψε τα φτερά.
Μ' ανέβασε στ' αστέρια
Θεέ μου εκεί ψηλά.

Απ' όλα τα αισθήματα
είναι το πιο μεγάλο.
Την Εδέμ του Παραδείσου
γυρεύω να τον πάω.

Σ' ένα μικρό νησάκι
στης θάλασσας την θαλπωρή.
Σαν τους πρωτόπλαστους
στη μέλλουσα ζωή.

Γεμάτη πάθος, χρώματα
μια νέα παρακαταθήκη.
Παράδειγμα να δώσουμε
της αγάπης, αιώνια διαθήκη.

Σάββατο, 28 Ιουλίου 2012


Ποίηση:Μαρία Πεπικίδου


Αιώνια Διαθήκη

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Το νήμα της ζωής



Αδράχτι λεπτό εύθραυστο
τυλίγεται γύρω σου
και νιώθεις βουβό πόνο.
Δε μιλάς.
Δεν ακούς.
Δεν υπάρχεις.
Πριν λίγο καιρό,
θα μιλούσες σε χρόνο αόριστο.
Τώρα σε χρόνο ενεστώτα…
Γιατί για λίγες στάλες ζωής ένιωσες.
Υπήρξες.
Δεν υπάρχεις.
Έχεις νιώσει θάνατο μέσα σου;
Να ζεις πια για τους άλλους;
Για σένα να επιβιώνεις;
Ποιος ο σκοπός που γνώρισες
την ανάσα του;
Τιμωρία των Θεών;
Τιμωρία για την άρνηση της ζωή;
Τιμωρία για το μίσος σου για σένα;

Νιώσε τώρα τον πόνο!
Εσύ ήθελες να νιώθεις!
Πάγος που έλιωσε…
Νιώσε τώρα την απώλεια
Αυτού που ποτέ δεν είχες!
Κι αν για στάλες έζησες,
τώρα καιρός να κόψεις το νήμα της ζωής.

Δημιουργός: MIPS

Χρόνος

Χρόνος



ΤΟ ΠΡΙΝ :
Ήσουν ολάκερα δοσμένη στο  σκοτάδι
Στον Άδη έσκαβες για να βρεις τη ψυχή σου
Κράταγες τα μήλα της ντροπής
Τα παιδικά σου μάτια δεν έτρεχαν γέλια
Δεν έτρεχαν…
Άδεια ήταν… σκοτεινά.
Τον εαυτό σου ξόδευες
Απελπισμένα σπάραζες
Ανέξοδα φιλούσες
Τα φορέματα σου ανέμιζες
Και τα μαλλιά σου…
Ξέπλεκα!
Στον άνεμο πετούμενα!
Θλιβερά επωάσματα!
Νότες ασθενικές!
Και κούφια στόματα!

Μόνο ήξερες το πάθος να δοθείς….

ΤΟ ΜΕΤΑ:
Ήξερες…
Νόμιζες…
Δεν ήξερες…
Πάθος τι σημαίνει!
Πώς να’ ναι έγνοια σου μοναδική
 Η Αγάπη  για τον ΕΝΑ!
Δεν ήξερες αγάπη για εσένα.

(  ΤΟ ΤΩΡΑ: )
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΕΜΑΘΕΣ!
Αγάπη τι θα πει…

Το «μου», σού ήταν άγνωστο
Και τώρα λες…
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ!

Δες!
Ξεκλείδωσε τα χέρια!
Άνοιξε!
Μίλα!
Φίλα!
Πες!
«ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ…»
Κέρδισε αυτό που σου ανήκει…

Να μην υπάρχει «εγώ» , να μην υπάρχει «εσύ»
Μέσα σου να υπάρχω!
Μέσα μου να υπάρχεις!
Μέσα μου, για να υπάρχω!
Μέσα σου, για να υπάρχεις!

Για να κερδίσουμε αυτό που ΜΑΣ ανήκει!
Δημιουργός : MIPS

Πως

Πως



Είχα τόσα να σου πω μα η φωνή μου χάνεται στο σκοτάδι....
Λέξεις σκορπισμένες σε θολά τοπία,
σε στιγμές που ξεθώριασαν κάτω από βλέμματα άδεια....
Πως θα μπορούσα να σου πω αυτά που σαν την παλίρροια
...έρχονται κα φεύγουν...
Πως θα μπορούσα να σου πω αυτά που κάθε βράδυ
με στοιχειώνουν...

Πως θα μπορούσα να σου πω
αυτά που έζησα μόνο μέσα σε μια ανύπαρκτη στιγμή...
Αυτά που γεννήθηκαν για να πεθάνουν σύντομα πριν καλά καλά ''μπουσουλίσουν''..
Αυτά που έμοιαζαν με κραυγές κάποιας άλλης διαλέκτου ...σιωπηλής...

...Πως …
Θα μπορούσα να σου πω πως σ ΄αγαπώ από την στιγμή που η γη
άρχισε να γυρίζει....
Να σου πω πως σε σκέφτομαι όσο συχνά ανασαίνω....
Πως φωνάζω μεσα στη νύχτα, πως ουρλιάζω....
Πως απελπίζομαι....

Να σου πω πως..... σε χρειάζομαι.....σαν οξυγόνο.....

ΚΡΙΜΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ ΑΠΟΨΕ . . .
Δημιουργός : ΜIPS

το ρημα αγαπω

Ρήμα Αγαπώ



Ρήμα Αγαπώ: Χρόνος ενεστώτας
Δεν υπήρξε ποτέ σε χρόνους παρατατικούς και μέλλοντες

Ρήμα Αγαπώ: Χρόνος διαρκείας
Αγαπώ Ακατάπαυστα /Ακατάλυτα /Απύθμενα /Χωρίς  Χθες/ Χωρίς Αύριο

Χρονικό Αγαπώ δεν υπήρξε ποτέ
Αλλιώς δεν ένιωσες… 
με χρόνους παρατατικούς και μέλλοντες

Ρήμα Αγαπώ: Μοναδικό
Λεκτικό/Αισθαντικό
Ενεργητικό/Παθητικό
Αποθετικό/Οριστικό
Υποτακτικό/Προστακτικό
Εξακολουθητικό…
Χωρίς κατάληξη
Χωρίς αύξηση
Χωρίς περίφραση
Μόνο με συντέλεια…

Δημιουργός : MIPS

Η πορεία μιας θνησιγενούς απορίας: ΖΩΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ;

Η πορεία μιας θνησιγενούς απορίας: ΖΩΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ;



Στη γη των Μακάρων – ΜΕΡΟΣ Ι

Ψυχές βυθισμένες σε κενά απόγνωσης
άφησαν το « σήμα» και ντύθηκαν τη γη.
Κατεβαίνοντας του Άδη μονοπάτια,
σκίρτησαν από φρενιασμένα στόματα.
Αναζητώντας κρουνούς ελπίδας,
ούρλιαξαν για χέρια ζωντανού.
Μάταια…

Καταβροχθίστηκαν σε αραχνιασμένες τρώγλες.
Ζητιάνους βρήκαν μανιασμένους
που ούρλιαζαν για μια στάλα αίμα.
Ξεσκισμένα βλέμματα, οδύνες χάριζαν
κι έταζαν μια λέξη αθανασίας
στους κόσμους της σιωπής.
Μάταια…

Τοίχους συνάντησαν σπηλαίων άβατων
Στάθηκαν και παρατηρούσαν
τα Είδωλα του Πάνω Κόσμου.
Θλιβερά απεικάσματα των « όντως όντων»
που ξεγελούσαν ακόμα και τους αθανάτους.
Τα άγγιζαν, τα μύριζαν, τα έγλειφαν
Μάταια…

Φωτιές σιγόβραζαν μα δεν τις έβλεπαν.
Τυφλοί, αυτήκοοι μάρτυρες σε κώμα
Χορτασμένοι από μιάσματα και φρεναπάτες
αρνούνταν να βγουν από το Σκότος.
Είναι γλυκό το Έρεβος που κρύβει τα ανείπωτα
Τα άρρητα τα πάθη
Μάταια…

Καραγκιοζοπαίχτες, βαστώντας τις φιγούρες τους
σκορπούσαν έωλα μηνύματα ολούθε.
Μα ποιος άκουγε; Ποιος έβλεπε; Ποιος ένιωθε;
Όλοι σκυμμένοι, απόκοσμοι…
Τρελοί απεγνωσμένοι, αυτόβουλα ικέτες
για μια φυγή που συνεχώς αρνούνταν
Μάταια…

Νεκροζώντανοι που πάλευαν
να γίνουν άνθρωποι ξανά,
πετώντας από πάνω τους τα αραχνιασμένα σάβανα
Να βρουν μια χαραμάδα ελπίδας
από το βουβό οικειοθελή τους θάνατο.
Καρφιά και αλυσίδες τους βαστούσαν
Μάταια…

Μιαν ώρα…
Κατακλείστηκε η Γη των Μακάρων
από αχτίδες φωτός
Έρεβος και Ήλιος
αιώνιοι αντίπαλοι μάχονταν σώμα με σώμα.
Πάλευαν ανάμεσα σε Ζωή και Θάνατο.
Οι φωτεινές ριπές πυρπολούσαν το σκοτάδι
κι αυτό ρουφούσε αχόρταγα τα βέλη
Μα όχι μάταια…

Τέλος ο πόλεμος δεν έχει,
Μα έχει ελπίδα λύτρωσης

Από την πάλη αυτή
η πρώτη διδάξασα των Ζωντανών Ηλιόφωτων
η πρώτη ηττημένη
το πρώτο λάφυρο των νικητών
φαντάζει η ματαιότης.

 Δημιουργός :ΜIPS

Συναισθηματική παράλυση

Συναισθηματική παράλυση


Απωθώ
Αποθώ
Απαθώ
Απενθώ

Αποκαρώνομαι....

mips

Απομόνωση

Απομόνωση



Τρεις το πρωί, ησυχία. Πίσω από τους τοίχους του δωματίου τούτου, της απομόνωσής μου, οι δρόμοι είναι μόνο εκείνοι, που μιλούν. Μου γνέφουν όνειρα, μου πλάθουν είδωλα, μου σαλεύουν το νου. Τους μισώ, τους πατώ. Μπήγω στη σάρκα τους τα ιδρωμένα μου ύπατα και ηδονίζομαι. Γελώ από ευτυχία, που δεν κατάφεραν να με παρασύρουν σ' αβέβαια ταξίδια...

Τώρα κλαίω. Τώρα είμαι ξαπλωμένη στην πολυθρόνα, στο μοναδικό αντικείμενο της άστατης ζωής μου. Καπνίζω τον άνεμο, πίνω τη βροχή, βρέχω το πάτωμα, ραγίζω τα χάρτινα παραπετάσματα του νου, του παραθύρου μου. Ιδρώνω και κλείνω τον ιδρώτα μου βαθιά μέσα στις χούφτες για να ελευθερωθεί κι έπειτα φεύγει και γίνεται πνοή η ανάσα μου.

Κοιτώ τον τοίχο. Προσπαθώ να μαντέψω τη σκέψη του. Αν και είναι χλωμός, είναι χαρούμενος. Του κερνάω τσιγάρο. Το 'χει κόψει, του προσφέρω ποτό είναι ήδη ζαλισμένος, του λέω καληνύχτα, δεν απαντά, κοιμάται από χθες.

Ένα πουλί διασχίζει το δωμάτιο. Θέλει να πετάξει. Πετά. Φτάνει μέχρι το ταβάνι και προσπαθεί να το φάει με το ράμφος του. Έχει ανοίξει ήδη μια μικρή τρυπούλα! Κουράγιο φίλε, σε δέκα χρόνια θα 'σαι έξω. Θα δεις τον ουρανό κι έπειτα θα πεθάνεις, γιατί δε θα μπορείς να αντέξεις το φέγγος του ήλιου, μια και δεν το γνώρισες ποτέ. Όνειρα, όνειρα... Ονειρεύομαι όνειρα όμως δε θέλω, δε θέλω να ζω με ψευδαισθήσεις.


Κοιτώ τα χέρια μου. Δεν είναι ίδια! Το δεξί είναι της μάνας μου. Τ' άλλο κάποιου ανθρώπου που λέγεται πατέρας ή κάπως έτσι. Ψάχνω μες το σκοτάδι τα δικά μου. Πανικοβάλλομαι. Τρέχω μέσα σε τούτο το κλουβί τρέχει και το πουλί μαζί μ' εμένα. Μ' ενοχλεί, μ' ενοχλεί, μ' εμποδίζει, το πατώ, πεθαίνει...

Ο Αγώνας συνεχίζεται. Η αναζήτηση φτάνει στην κορύφωσή της... Το μόνο που ζητώ είναι ένα χέρι γεννημένο από τη μάνα μου, που να μοιάζει και ν' ανήκει σ' εμένα. Αύριο. Αύριο θα συγυρίσω τούτο το αχούρι. Αύριο που θα 'χω βάλει τα δικά μου χέρια.

Πνιγμός

Πνιγμός

 Βυθίζεσαι σε τεχνητά νερά. Το κορμί σου δεν υπάρχει. Φόρεμα λευκό, μαύρα μαλλιά, μαβιά νύχια. Μόνο αυτά. Ελευθερώνεσαι…
Γέρνεις το πρόσωπο σου στο πλάι και αυτοβυθίζεσαι .Τα πόδια σου λυγίζουν εμβρύου στάσεις. Κύκλοι βγαλμένοι από το στόμα σου, τελευταίες ανάσες .Τα μαλλιά σου υγρά ανεμίζουν και σχηματίζουν σύννεφα. Αγκαλιάζεις το σώμα σου, τελευταίο δείγμα αυτολύπησης, ενώ λευκά κεριά -τριαντάφυλλα επιπλέουν. Και συ φουσκώνεις μπαλόνια κόκκινα. Τόσο σε νοιάζουν οι τελευταίες σου ανάσες…
Ανεμίζεις  τα βλέφαρα και κοιτάς με βλέμμα άδειο. Χαράζεις με τα νύχια σου πληγές, γαντζώνεσαι από το πουθενά. Στάλες κόκκινες τρέχουν στους τοίχους, ξεβάφουν το γαλάζιο. Το χέρι αιωρείται και συ στροβιλίζεσαι, κοιτώντας τον ουρανό. Γονατίζεις και κλαις και τα χέρια σφαλίζουν το πρόσωπο σου, να μη κοιτάς ούτε μπρος, ούτε πίσω…
Ακουμπάς σε τοίχους κι απελπίζεσαι. Σφίγγεις τα δάχτυλα των ποδιών σου και τα χορτάρια σε γαργαλούν ευχάριστα. Με το κεφάλι ψηλά νιώθεις τα αιώνια δέντρα  να απλώνουν τα χέρια τους  και γονατίζεις… και καταρρέεις, γιατί λευκό κελί είναι η ζωή σου και οι άλλοι κόκκινα κεριά που τρεμοσβήνουν και χάνονται… Και συ σκυμμένη ανάμεσα σε μπαλόνια κόκκινα σαν έμβρυο τυλιγμένη με τα δυο σου χέρια, προσπαθείς να σε κρατήσεις ζωντανή.
Σηκώνεσαι… ανάβεις ένα ακόμη κόκκινο κερί και ηδονίζεσαι από την φλόγα του. Κι αυτή αργοπεθαίνει. Τα νύχια σου μπηγμένα πια σε βράχους, τα πόδια σου βαδίζουν νωχελικά χωμάτινα μονοπάτια. Ξυπόλητη είσαι, όπως γεννήθηκες  και επιστρέφεις στο λευκό κελί σου.  Και βάφεις πάλι τους τοίχους κόκκινους.  Εκσφενδονίζεις ποτάμια. Ματώνεις. Παραπατάς. Σκουπίζεις το κραγιόν σου. Ορθώνεσαι και ουρλιάζεις: «Πεθαίνω…»
Και  ταλαντώνεσαι με φόντο το γαλάζιο. Τελευταία πράξη: Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη. Τα χείλη σου βάφεις  και ζωγραφίζεις αυλάκια που τρέχουν στο λαιμό σου. Και πάλι για τελευταία φορά στα δέντρα ψιθυρίζεις πόσο τα αγαπάς . Έπειτα σβήνεις τα κόκκινα κεριά και στροβιλίζεσαι με το λευκό σου φόρεμα. Ουρλιάζεις και ορθώνεσαι! Ξυπνάς απ’ τον υγρό σου θάνατο!
Μα μέσα σου ουρλιάζεις: «Πεθαίνω!»
Μια χαμένη ψυχή είσαι πια… Σταμάτα να ουρλιάζεις!
Μips

Το ποτάμι

Το ποτάμι


Είναι μέρες τώρα που αναρωτιέμαι τι είναι ο άνθρωπος….
Είναι ποτάμι ορμητικό που σε συνεπαίρνει με τη δίνη του. Σε ξαφνιάζει με τη δροσιά του. Σε παρασύρει και νιώθεις πρόσκαιρη ευτυχία. Και μετά ανακαλύπτεις ξαφνικά πως το ποτάμι είναι θολό. Σε ρουφάει, σε παρασύρει,  σε καταπίνει και συ βουλιάζεις και χαίρεσαι. Δε θέλεις να σωθείς. Νιώθεις τις λάσπες του να κολλάνε επάνω στο κορμί σου και τις θεωρείς ιάματα. Βρωμίζεις και χαίρεσαι. Στον πάτο ξαπλώνεις και ηρεμείς. Τα πνευμόνια σου γεμίζουν θάνατο και χαίρεσαι. Λυτρώνεσαι από την απάθεια και κερδίζεις τη ζωή. Ελπίζεις να σωθείς. Ελπίζεις να χαθείς. Δεν ξέρεις τι ελπίζεις. Σε τι να ελπίζεις; Το ποτάμι είναι βρώμικο. Σε φτύνει. Σε ξερνάει. Δε μπορεί να ανεχτεί που το πλησίασες, που μπήκες μέσα του. Σε ρήμαξε και συ το νιώθεις σαν κομμάτι του εαυτού σου. Πως γίνεται; Εσύ ήσουν αέρινη. Δεν το ανεχόσουν το νερό. Καιρό στεκόσουν και κοίταζες τα ποτάμια να περνούν από δίπλα σου και δεν ήθελες ούτε το βλέμμα σου να σπαταλήσεις. Και τώρα; Γιατί να θέλεις να ξεδιψάσεις με απόνερα; Σκέψου… δεν είναι λογικό! Μα χωράει λογική, όταν σε άγγιξε η ψυχή του; Πενθείς… πενθείς και χάνεσαι για λίγα λασπωμένα απόνερα. Βουλιάζεις για μια ακόμα φορά και νιώθεις σταγόνα που σε ξέρασε το ορμητικό ποτάμι… και στάζεις… Στάζεις σταγόνες και συ…
Έτσι είναι ο άνθρωπος. Ποτάμι  θολό και βρώμικο… Μη ψάχνεις άλλο μέσα του. Τίποτα δε θα βρεις. Απογοητεύσου ήρεμα πια…  
mips

Τα «γιατί» του κόσμου

Τα «γιατί» του κόσμου



Είναι φορές που γελάω
Χωρίς να ξέρω γιατί
Είναι φορές που μιλάω
Χωρίς να ξέρω «γιατί»
Είναι φορές που ρωτάω
Χωρίς να ξέρω «γιατί»

Μα κάθε φορά που σκέφτομαι
Ψάχνω όλα τα γιατί του κόσμου
Κι αναρωτιέμαι «γιατί»

Κάθε φορά νιώθω τόσο μικρή
Μπρος στην αιωνιότητα
Κοιτώ παρελθόν και μέλλον
Ενώ στον χρόνο υπάρχει
Μόνο το «τώρα»
Και το «πολύ αργά»

Μικρό αστέρι ο άνθρωπος
Μικρότερο εγώ
Ξέρω πια
Πως…

Κάθε φορά που γελάω
Είναι γιατί κυλάω στο αίμα σου
Κάθε φορά που μιλάω
Είναι γιατί ακούω τις σιωπές σου
Κάθε φορά που κλαίω
Είναι γιατί και που σκοτείνιασα
-          Μικρότερο αστέρι εγώ -  
Δεν έπεσα στο γήινο χώμα

Είμαι αυτή που δίπλα μου ζεις
Χωρίς να με βλέπεις
Είμαι αυτή που δίπλα μου μιλάς
Χωρίς να με ακούς
Είμαι αυτή που δίπλα μου γελάς
Χωρίς  να με θυμάσαι

- Μα εγώ ξεχνώ και θυμάμαι
Και κλαίω όταν με συγχωρείς
Και επιστρέφω όταν μετανοείς
Και λυγίζω μόνο που ανασαίνεις -

Είμαι αυτή που όταν πεθάνω
Θα βρω λευκό στη ζωή μου
Δημιουργός: mips

Άραγε ακούς αυτή τη σιωπή;



Κάτι νυχτώνει εντός μου
Χρόνια τυφλότητα
Κάτι γιορτάζει
Βαθιά στην ψυχή
Ένα βλέμμα δικό σου
Κα ξαναβλέπω φως…
Έτοιμη να σφίξω το χέρι σου
Και να ρεύσει μέσα μου
Λιωμένος άργυρος η φωνή σου

Άραγε ακούς αυτή τη σιωπή;
mips