Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

το ανοίκειον κέλυφος


το ανοίκειον κέλυφος


Αυτούς που θα γράψουν ποιήματα, τους αγαπούσα από παλιά.
Έζρα Πάουντ
Σαν να ’ναι εχθρός σου η ζωή και την παραφυλάς
την φιλάς σφιχτά και την φυλάς
τα φυλάς και τρέμεις μη σου φύγει
και φτύσει πρώτη, η ανίατη –
φτου ξελευτερία, το Άγνωστο.

Λίγο να μην την προσέξεις
ξεγλιστράει
μέσ’ από τις λιακάδες των ημερών
και των νυχτών τις χαραμάδες
– άβουλα παιχνιδάκια εμείς
σε πρώτη ζήτηση επαίτες
κι εκείνη όλο να μηχανεύεται.

Kαι που κουβέντα πιάνεις
με τ’ αστέρια
ζωή ζηλεύεις ζήτουλα
κι αυτή δεν σ’ αγαπάει –
σχεδόν σε κώμα το σώμα
ακόμα πάνω απ’ το χώμα.

Δεν κάνει να διαβάζεις ποιήματα τα βράδια.
Oι λέξεις που ξοδεύτηκαν
χωρίς να τις ακούσω
πλέκουν αραχνοΰφαντο
σάλι για τους σαλούς.
Kι όταν φεύγουν αμίλητοι
και μ’ ανοιχτό το στόμα
οι λέξεις είναι πάλι
που τυλιγμένες στην υγρή ομίχλη
αόρατων εξατμίσεων
βάφουνε τον ορίζοντα
με το τελεσίδικο άλικο
των ματαιωμένων αισθημάτων.
Ήμουνα ακριβής σαν μανιακή
τη σκόνη του καιρού παραμονεύοντας μην
αλλοιώσει τη φωνή σου μέσα στο κεφάλι μου.
Με πρόδωσε εκείνη η χαραμάδα στο συρτάρι
που έβγαζε παλιότερα
στην κρυψώνα των φιλιών.
Πήγα ως εκεί για να με σταματήσει
ο νηφάλιος Κέρβερος που παρεμβάλλεται
στα σήματα τα σύρματα
και τις συγνώμες της πέμπτης εποχής.

Τον πόθο δεν είδα πουθενά – άφαντος!

Στη μέση της αυλής εκεί που ήταν το πηγάδι
μία φωτιά να καίει όλα τα ξερά γράμματα
– των περασμένων χρόνων, όχι τα δικά σου.
Μπαίνω στο ποίημα την ημέρα
και θέλω να νυχτωθώ
στην κάμαρά του
– τη βρίσκω άδεια˙
παραθυρόφυλλα κλειστά
κι εσύ μόνο να λείπεις.

Στους τοίχους ζωγραφισμένα χάδια
και τα φιλιά αμίλητα
στο πάτωμα αφίλητα –
οι νύχτες που έρχονται
προάγγελοι ιχνηλάτες του απρόσιτου
και βρέχονται από τη θάλασσα
των πεπραγμένων.
Αστήρικτο σαν τρυφερός βλαστός
το καλοκαίρι γέρνει
στο κατώφλι της λιποθυμίας
και σβήνοντας αφήνει γεύση
ανεκπλήρωτης επιθυμίας
που ούτε το έψιλον
δεν πρόλαβε να σώσει.
Εγώ δεν σου 'δωσα να καταλάβεις
τι φταις εσύ πάνω στα χώματα
ανάμεσα στα πτώματα των παλαιών ερώτων.

Nα, τώρα το θυμήθηκα
τι σου ζητούσα
- φύσηξαν άνεμοι τρελοί
και σήκωσαν τις στέγες -
αλλιώς δεν εξηγείται πώς
έμεινα με ό,τι μου 'ταξες:
τον ουρανό με τ' άστρα.
Nα τ’ ανάψω τουλάχιστον.

ΠΡΑΣΙΝΕΣ ΝΟΤΕΣ


ΠΡΑΣΙΝΕΣ ΝΟΤΕΣ

Εδώ που ο ήλιος χαμογελά,
χαράζοντας πράσινες νότες,
ανέμελος τροβαδούρος της ζωής,
στις πράσινες φυλλωσιές του κόσμου...


Εδώ που το φως διαγράφει,
με την επιδεξιότητα του εραστή,
το διάφανο στις φλέβες του κορμιού,
μικρών πράσινων φύλλων...


Εδώ που το φως ανασταίνεται ,
προάγγελος μιας έκρηξης,
από πολύχρωμα τιτιβίσματα
και πετάγματα πουλιών...


Εδώ και εγώ ,
λιβελούλα μεθυσμένη,
έμαθα να μετρώ,
τις ερωτικές στιγμές μου,
στο νερένιο πρόσωπο του έρωτα σου,
ξέροντας το αύριο,
ότι ίσως και να μην έρθει,
ομορφιά που γλιστρά σιωπηλά,
στα διάφανα δάχτυλα της ημέρας,
ζωή που δεν θέλει να λήξει,
γεμάτη από έρωτα φορτωμένη...

Βάσω Μπρατάκη
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Η λιβελούλα είναι ένα πανέμορφο έντομο που ζει στους υδροβιότοπους. Ακόμα θυμάμαι με νοσταλγία την μαγεία που ένιωσα όταν την πρωτοαντίκρισα στα νερά ενός καναλιού, θα ήταν ίσως η μοναδική ημέρα που με πήραν οι γονείς μου μαζί τους ,σε ένα χωράφι που καλλιεργούσαν στον βάλτο, ίσως γιατί δεν είχαν που να με αφήσουν.Κάποτε θα ήθελα να γράψω για εκείνη την ημέρα και για όλα αυτά που είδα και που μου έμειναν βαθειά τυπωμένα μέσα στην μνήμη...
Κάποτε ίσως να καταφέρω να γράψω για όλα εκείνα που θάμπωσαν τα μάτια ενός τρίχρονου παιδιού...
Την ιδέα για να γράψω αυτό το ποίημα την πήρα βλέποντας το παραπάνω έργο μου με τον τίτλο "ΠΡΑΣΙΝΕΣ ΝΟΤΕΣ'',αφού βέβαια είχα διαβάσει σχετικά με την λιβελούλα κάτι που με συγκίνησε αφάνταστα! Το ξέρατε ότι το αρσενικό αφού ζευγαρώσει ότι γίνεται τροφή του θηλυκού για να εξοικονομήσει την ενέργεια για την αναπαραγωγή; Δεν ξέρω αλλά εγώ, όταν το πρωτοδιάβασα συγκινήθηκα αφάνταστα και αμέσως σκέφτηκα μέσα μου...Να ο έρωτας στην πιο τραγική μορφή του...εκεί που αγγίζει τον θάνατο!...και αμέσως υποσυνείδητα ένιωσα όλα αυτά που νιώθω κάθε φορά που διαβάζω τον ''Ματωμένο γάμο'' του Λόρκα!
Βάσω Μπρατάκη

Η ΠΡΟΔΩΣΙΑ


Η ΠΡΟΔΩΣΙΑ
Πως απομείναμε έτσι,
μονάχοι και εγκαταλειμμένοι,
μέσα στην σκληρή της μοίρας μας,
άγρια θεία δίνη;
Και η μοναξιά μας,
αχάραχτη και ανέγγιχτη,
σαν τα νερά στον καθρέφτη,
βαθειάς πράσινης λίμνης.


Του αδελφού,
το χέρι που χάραξε την πικρή μοίρα
και εμείς μιλούσαμε για λύκους και κοπάδια,
που να ξέραμε,
πως τα φίδια άλλαζαν ολοένα δέρμα,
αγκαλιάζοντας σφιχτά,
τα κλαδιά που άπλωσαν φυλλωσιές,
πάνω από τα χρόνια με τις ημέρες μας.

Βάσω Μπρατάκη

Στα σκοτεινά νερά του ποταμού,





Στα σκοτεινά νερά του ποταμού,
βροχή από ασημένια ξέφτια,
το φεγγάρι που βιάστηκε να ανατείλει,
γκρεμίζοντας στην άβυσσο της σιωπής,
την ηχό μιας διαβατάρας ημέρας
και απόμειναν τα τελευταία λόγια μας ,
πουλιά που νωχελικά ξεψυχούνε,
στα ιδρωμένα σεντόνια του ύπνου.
Πως δεν το είχαμε καταλάβει,
πως ερημοπούλια πάντα ήμασταν ,
στους μοναχικούς δρόμους της καρδιάς μας
και σε δωμάτια σκοτεινά και άδεια ,
από τις ανάσες του ονείρου,
σε κλίνες ,μιας ψεύτικης ηδονής,
πως χειροπόδαρα είχαν δέσει τα κορμιά μας,
σκληροί προαγωγοί και βαμμένες πόρνες,
που την αυγή ξεπουλήσαν τα όνειρα μας...


Μπαρούτι παντού στους δρόμους της νύχτας
πυρπολημένοι οι δρόμοι της άνοιξης,
άλλοι νεοφώτιστους μας αποκάλεσαν
και άλλοι μύστες μιας ξεχασμένης θρησκείας,
μα εμείς το ξέραμε βαθειά μέσα μας,
πως χελιδόνια θέλαμε να 'μαστε,
που ολοένα τριγυρνάνε στους ουρανούς,
το αίμα να πίνουμε από το νεόκοπο φεγγάρι,
για να αναστήσουμε και πάλι,
το κόκκινο στο κορμί μικρής παπαρούνας,
γιατί αυτή την άνοιξη , αδελφέ μου,
αντί για την ευωδιά των λουλουδιών,
κερί και λιβάνι μυρίζει,
ο αγέρας γύρωθε μας,
από τα σκοτωμένα όνειρα ,
τα δικά μας ...και των παιδιών μας,
που τις νύχτες δειλά-δειλά,
τον έρωτα άρχισαν να συλλαβίζουν
και να ξυπνούν στα άγουρα τους χείλη...

Βάσω Μπρατάκη

Αφιερωμένο στην Ευαγγελία Πατεράκη
για το ποίημα της "αντάρτικο φεγγάρι"

Ο ΓΛΑΡΟΣ ΙΩΝΑΘΑΝ



Ο ΓΛΑΡΟΣ ΙΩΝΑΘΑΝ

(επαναδημοσίευση )


Στην άκρη του δειλινού,
ένα ζευγάρι σχισμένα σανδάλια,
με αυτά περιπλανήθηκα ,
σε βουνά και ακρογιάλια
και τον χρόνο ένιωσα,
σαν βότσαλο νωχελικά,
να βουλιάζει,
σε παρελθοντικούς αιώνες.


Στο ξύπνημα ,
στο πρώτο φως,
έσκυψα και φίλησα,
μια χούφτα από χώμα
και για λίγο ένιωσα,
την δύναμη της ζωής ,
όταν καλπάζοντας ανέβαινε ,
από τις ρίζες και τα φύλλα,
στον γαλάζιο τρούλο ,
του ουρανού.


Και όταν ιδρωμένο,
το μεσημέρι έφτασε,
ευλαβικά έσκυψα,
σε μια χούφτα από κύμα ,
να διαβάσω τα μυστικά,
που έκρυψαν τα ψάρια,
στα ασημένια λέπια τους,
όταν σαν αφηνιασμένα άλογα ,
έτρεχαν πάνω από το κύμα.


Και τώρα πάλι,
στο κατώφλι της νύχτας,
γυμνή και ανυπόδητη,
ιχνηλάτης και πάλι,
ποθώ να γίνω,
της τροχιάς που διαγράφουν ,
τα όνειρα των ανθρώπων,
όταν σαν γλάροι ορμούν,
στην θάλασσα της καρδιάς τους.


Και εσύ γλάρε μου ,Ιωνάθαν
που στο βλέμμα είχες,
το γκρίζο της τρικυμίας,
αντί για το γαλάζιο του ουρανού
και στην θέση της καρδιάς,
είδα το δειλινό να αιμορραγεί,
μην ξεχνάς πως το μυστικό είναι,
να πετάς...
να πετάς φίλε μου...
ακόμα και όταν νιώθεις,
πως κουραστήκαν τα φτερά σου...
ακόμα και όταν νιώθεις ,
πως απόμεινες μονάχος...


Γιατί Ιωνάθαν,
το 'ξερες από την αρχή,
πως αυτό θα ήταν το τίμημα,
για τα όνειρα σου,
γιατί εκεί που πετάς,
φίλε μου,
λίγοι μοναχά,
θέλουν να φτάσουν,
γιατί οι πολλοί,
αρκούνται μοναχά σε αυτά που βλέπουν
και γραπτό της μοίρας είναι,
αυτοί που πιστεύουν ,
σε όνειρα αόρατα στα μάτια,
των ανθρώπων,
να νιώσουν κάποτε,
πως μονάχοι πετάνε,
στον ουρανό της καρδιάς τους...

Βάσω Μπρατάκη

Αφιερωμένο
στον φίλο μου τον Νημερτή
και σε όλους τους Γλάρους Ιωνάθαν
που δεν κουραστήκαν ,να ζυγιάζουν
το πέταγμα τους στους ουρανούς του πνεύματος,
ψάχνοντας την απάντηση ,στα αναπάντητα
ερωτήματα των ανθρώπων...

ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ




ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Στα σύνορα της ατέρμονης σιωπής μου,
πάντα ένας στίχος σου θα με καλεί,
προς το όνειρο ξυπόλητη να περπατήσω,
που ξεδιπλώνεται στις κάμαρες του ύπνου,
όταν η μικρή αράχνη της νύχτας,
θα πλέκει σιωπηλά στην σκιά της σχισμής ,
στα ασημένια δοκάρια του φεγγαριού,
τα γκριζόμαυρα ατσάλινα της δίχτυα,
θέλοντας να φυλακίσει τις αντιστάσεις,
της πόλης που υποκλίνεται στην ακρόπολη των άστρων ,
όταν τα πέτρινα αγόρια θα ξυπνήσουν
και πάλι στα μπράτσα του ονείρου
και η δίψα του έρωτα θα αναστηθεί,
για μια ακόμα φορά στα μισάνοιχτα τους χείλη,
σαν το κόκκινο ,το χρώμα της φωτιάς
που ανασταίνεται κάθε άνοιξη,
στο χωράφι με τις κόκκινες παπαρούνες.


Και κάθε φορά η καρδιά μου,
αλαφιασμένη θα χτυπά,
σαν την καρδιά του μικρού λαγού,
με τα μεγάλα κόκκινα του μάτια,
όταν τρέμοντας στέκει ακίνητος,
όρθιος στα πίσω του πόδια,
τυφλωμένος μπροστά στους προβολείς του φορτηγού,
που βιαστηκά γλισυρά σαν φίδι,
στις λεωφόρους της ασύνορης νύχτας.

Βάσω Μπρατάκη

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Ποτέ


Ποτέ


Στα μάτια σου εγώ ήμουνα
έλεγες ο άνθρωπός σου
μα τώρα το κατάλαβα
πως μοιάζω να ‘μαι εχθρός σου.

Η μέρα αυτή δεν άργησε
εσύ να πεις αντίο
κι η αγάπη μας κατάντησε
μια ανάμνηση για δύο.


επωδός
Ποτέ εγώ δεν άφησα αυτά που μου ‘χεις δώσει
τα κράτησα ενθύμιο για μια χαρά με δόσεις,
ποτέ μην πεις πως άργησα να δείξω μια συγγνώμη
ό,τι κι αν κάνω μάτια μου δεν σου αλλάζω γνώμη.


Έχω βαθιά τους πόνους μου
βουβός και περιμένω
σ’ ένα άδειο σπίτι μόνος μου
τ’ όνομά σου όλο λέω.

Αγάπη μου τα μάτια σου
χαράχτηκαν εντός μου
ψάχνω στα μονοπάτια σου
να βρω τον εαυτό μου.